θεατρόσκοπος

θεατρόσκοπος
θεατρόσκοπος, ό (Α)
φανατικός θαμώνας τού θεάτρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεατρο + -σκοπος (< σκοπώ), πρβλ. κατά-σκοπος. οιωνο-σκόπος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θεατροσκοπία — θεατροσκοπία, ή (Α) [θεατροσκόπος] το να συχνάζει κάποιος στα θέατρα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”